- ἰσορρόπων
- ἰσόρροποςin equipoisemasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλασικισμός — Αισθητική θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της τέχνης είναι μια παγκόσμια, αιώνια και αναλλοίωτη ιδέα του ωραίου. Το ωραίο, κατά την άποψη των υποστηρικτών της θεωρίας αυτής, προϋποθέτει την ύπαρξη ρυθμού, μέτρου και ήρεμης… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
ՀԱՒԱՍԱՐԱԶՕՐ — ( ) NBH 2 0074 Chronological Sequence: Unknown date, 13c ա. ἱσοδύναμος, ἱσόρροπων aequipollens, aequivalens. Որ հաւասար զօրէ կամ զօրութիւն ունի. համազօր. *Հաւասարազօր գոլով առաջի գրեանց. Նախ. իմ.: *Որպէս հաւասարազօրք միաւորելով զնոսա. Կիւրղ. գանձ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)